ψυχόδραμα

ψυχόδραμα
Ψυχοθεραπευτική μέθοδος που δημιούργησε και εφήρμοσε ο ψυχολόγος Γ. Λ. Μορένο και που ανήκει στην ψυχοθεραπεία ομάδων. Στη θέση της φροϋδικής μεθόδου των ελευθέρων συνειρμών χρησιμοποιούνται οι ψυχοδραματικές δημιουργίες, όπου παρακινείται ο ασθενής να αυτοσχεδιάσει μια θεατρική δράση πάνω σε ένα θέμα που απηχεί τις δικές του συγκρούσεις, προκαλώντας έτσι την αποκάλυψη των τραυμάτων του. Ο ψυχαναλυτής συμμετέχει στη δράση ως σκηνοθέτης - κριτής ή ως ηθοποιός και κατευθύνει την παράσταση προς τον θεραπευτικό σκοπό της κάθαρσης. Το ψ. αποτελεί μια παραλλαγή του θεραπευτικού Dramaclub που συνίσταται, π.χ., στη χρησιμοποίηση σε μια θεατρική παράσταση μιας ομάδας σπουδαστών μαζί με μια ομάδα ασθενών· αφού δοθεί μια γενική κατεύθυνση, ανατίθεται στους ίδιους τους ασθενείς όλη η παράσταση. Το ψ. δοκιμάστηκε επίσης στον ειδικό τομέα της ψυχοπαιδαγωγικής με μια ειδική τεχνική: εισάγεται το παιδί σε μια ορισμένη φανταστική κατάσταση και αφήνεται να αυτοσχεδιάσει τον ρόλο του. Με τον τρόπο αυτό μπορεί να εκδηλώσει ολόκληρη την προσωπικότητά του και να απαλλαγεί από καθετί που το καταπιέζει.
* * *
το, Ν
ψυχαναλυτική μέθοδος διερεύνησης, διάγνωσης και θεραπείας ορισμένων ψυχικών διαταραχών, η οποία συνίσταται σε αυτοσχέδια θεατρική παράσταση, που δίνουν οι ασθενείς υπό την παρακολούθηση ψυχαναλυτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychodrame (< ψυχή + δράμα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παιδεία — Δραστηριότητα η οποία αποσκοπεί στο να μεταδώσει, με τη διδασκαλία, κατά τρόπο οργανικό κατά κανόνα, σειρά θεωρητικών ή πρακτικών γνώσεων. (Γενικότερα ο όρος παιδεία σημαίνει επίσης τη μόρφωση και κάποτε και την καλλιέργεια). Ανάλογα με εκείνον… …   Dictionary of Greek

  • υπόκριση — η / ὑπόκρισις, ίσεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. γεν. ίσιος, Α [ὑποκρίνομαι] 1. η παράσταση τού ρόλου ενός προσώπου στην σκηνή από τον ηθοποιό 2. μτφ. προσποίηση, υποκρισία («ἔσωθεν δὲ μεστοί ἐστε ὑποκρίσεως καὶ ἀνομίας», ΚΔ) νεοελλ. 1. ιατρ. δήλωση… …   Dictionary of Greek

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek

  • ψυχοθεραπεία — Tο σύνολο των θεραπευτικών τεχνικών, που χρησιμοποιούν ψυχικά μέσα για τη θεραπεία ψυχωτικών και νευρωτικών καταστάσεων. Η σύγχρονη ψ. ξεκινά από θεραπευτικές μεθόδους που βασίζονται στην υποβολή και στην ύπνωση, που συνδέονται με τη θεωρία του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”